- πατρογραμμικός
- -ή, -όφρ. α) «πατρογραμμική καταγωγή» ή «πατρική γραμμή καταγωγής»(κοινων. ανθρωπολ.) τύπος αναγνώρισης τής καταγωγής και κοινωνικής οργάνωσης, κατά τον οποίο η καταγωγή ορίζεται αποκλειστικά από την πατρική γενεαλογική γραμμή και δεν αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα στους συγγενείς από την πλευρά τής μητέραςβ) «πατρογραμμικό σύστημα συγγένειας»εθνολ. μονογραμμικό σύστημα συγγένειας κατά το οποίο δίνεται βαρύτητα στην πατρική γραμμή καταγωγής ή και ορίζεται αποκλειστικά από αυτήν και συνδέει το παιδί με τον πατέρα και τους συγγενείς του.
Dictionary of Greek. 2013.